Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Ηχώ


Η πόλη κοιμάται ανάμεσα στα θολά φώτα της νύχτας. Κάποιοι περιπλανιούνται ακόμα στους δρόμους, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Άλλοι γυρίζουν από τις δουλειές τους, άλλοι πηγαίνουν για ποτό και άλλοι περιπλανιούνται άσκοπα για ώρες σαν χαμένοι, προσπαθώντας να αποσυμφορήσουν το μυαλό τους από την ένταση της μέρας που προηγήθηκε. Ο απόηχος είναι ακόμα ισχυρός και η σιωπή που θα ακολουθήσει θα είναι εκκωφαντική. Πολλοί δεν το αντέχουν και παρακαλάνε να ξημερώσει, μόνο και μόνο για να ξεκινήσουν να ζούνε ξανά τον ίδιο εφιάλτη από την αρχή, ξανά και ξανά. Το κάνουν μόνο και μόνο για να μη σκέφτονται. Το προτιμούν από το να πνίγονται στις σκέψεις κάθε βράδυ ιδρώνοντας στο κρεβάτι τους. Το προτιμούν από το να ακούνε την ηχώ της αποτυχίας τους. 

Και έτσι μαθαίνουν να μη σκέφτονται. Και συνεχίζουν να περιφέρονται μέρα και νύχτα στους δρόμους της πόλης σαν ανδρείκελα, που πράττουν πάντοτε σύμφωνα με τις επιθυμίες των άλλων. Και το δέχονται με ευχαρίστηση γιατί ζουν μέσα στην ψευδαίσθηση ότι έτσι είναι πλήρως αποδεκτοί. Και η μέρα περνάει και ο ήλιος δύει μόνο και μόνο για να διαλύσει τη φαντασίωση. Και κάπως έτσι το παραμύθι τελειώνει και επιστρέφει η ηχώ. Σιωπηλές φωνές που αντηχούν μέσα στο κεφάλι τους και δε σταματάνε παρά μόνο όταν ο ήλιος ανατείλλει. Γιατί η νύχτα κρύβει αναρίθμητα μυστικά και τεράστια δύναμη που δε μπορεί κανείς να αντιληφθεί. Η νύχτα τρομάζει και γονατίζει τους αδύνατους και κανείς δε μπορεί να τη δαμάσει. Μόνο το ίδιο το μυαλό μας.

Και ο εφιάλτης συνεχίζεται. Η μέρα έρχεται και όλοι ζουν μέσα σε μια τέλεια ψευδαίσθηση, ενώ το ρολόι της ζωής τους μετράει συνεχώς αντίστροφα. Και μετά έρχεται ξανά η ηχώ της νύχτας, με τις τρομακτικές φωνές που δε σταματάνε ποτέ. Και σιωπηλά, περιμένουν τη λύτρωση ενώ την κρατάνε στα χέρια τους. 

Το μυαλό είναι το κλειδί.

Είναι νύχτα. Ξαφνικά τα φώτα της πόλης σβήνουν, το ένα μετά το άλλο ώσπου δε μένει κανένα αναμμένο. Σκοτάδι. Ησυχία. Αρχίζεις να τρομάζεις. Μετά από λίγο η ηχώ επιστρέφει, πιο δυνατή από ποτέ. Όλες οι φωνές ενώνονται σε μία τρομακτική κραυγή. Θέλεις να κλείσεις τα αυτιά σου να μην ακούς. Δεν το αντέχεις πια. Όσο έρχεται στο μυαλό σου ο απόηχος την μέρας, του χρόνου, της ζωής σου της ίδιας, η κραυγή δυναμώνει. Αρχίζεις να τρέμεις. Θέλεις να γυρίσεις και να τρέξεις να γλιτώσεις αλλά ξέρεις ότι αυτό δε γίνεται. Ξέρεις ότι πρέπει να κάνεις κάτι γιατί αλλιώς η ηχώ θα σε καταδιώκει για πάντα. Αποφασίζεις να μαζέψεις ότι δύναμη σου έχει απομείνει και να αντισταθείς. Μέσα από τα δόντια σου ξεστομίζεις σιγά σιγά μια λέξη. ‘Αρκετά’. Η ηχώ ξαφνικά σα να μειώθηκε. Φωνάζεις πιο δυνατά. ‘Αρκετά!’. Η ηχώ αρχίζει και υποχωρεί. Ουρλιάζεις με όση δύναμη σου απομένει μια τελευταία φορά. ‘ΑΡΚΕΤΑ!’. Η ηχώ εξαφανίστηκε και μέσα στο σκοτεινό χωρόχρονο έμεινε ένα και μοναδικό κερί. Το σβήνεις και μετά πάλι σκοτάδι.

Μετά από μερικές στιγμές ξυπνάς στο κρεβάτι σου ιδρωμένος. Κοιτάς έξω από το παράθυρο. Είναι ακόμα νύχτα και η πόλη κοιμάται ανάμεσα στα θολά της φώτα. Δεν ακούς φωνές ούτε την απαίσια ηχώ. Τι συνέβη; Ήταν ακόμα ένα όνειρο;

Δεν ξέρεις την απάντηση και μάλλον δε θα τη μάθεις ποτέ. Πλέον όμως ξέρεις ότι είσαι πια ελεύθερος.